Δύο Χωριά

Δύο Χωριά
Ημιορεινός οικισμός (υψομ. 440 μ., 51 κάτ.) της Τήνου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τήνου του νομού Κυκλάδων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δύο — και δυο (AM δύο) 1. ο αριθμός που προκύπτει αν προστεθεί μία μονάδα σε άλλη, ο πρώτος ακέραιος αριθμός μετά τη μονάδα 2. «δύο δύο» ή «δυο δυο» κατά ζεύγη, σε ομάδες ανά δύο νεοελλ. 1. (για χρονολογία, ημερομηνία) δεύτερος («στις δύο τα… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • τήνος — Νησί των Κυκλάδων, ΒΑ της Σύρου και ΝΑ της Άνδρου, το τέταρτο σε έκταση (194,26 τ. χλμ.) και πληθυσμό του νησιωτικού συμπλέγματος. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων με πρωτεύουσα την κωμόπολη Τήνο ή Χώρα, που είναι χτισμένη στη νότια …   Dictionary of Greek

  • Ηράκλεια — I Γιορτή που τελούσαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας προς τιμήν του Ηρακλή. Στην Αττική, γνωστά ήταν τα Η. του Μαραθώνα και του Κυνοσάργους. Τα πρώτα γίνονταν κάθε πέντε χρόνια και το βραβείο ήταν μία ασημένια φιάλη. Σημαντικότερα όμως ήταν τα Η. της… …   Dictionary of Greek

  • χωριό — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Καλύμνου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλύμνου. * * * το, Ν 1. αγροτικός οικισμός, μικρότερος σε έκταση και σε πληθυσμό από την κωμόπολη («τον μαύρο καβαλίκεψε και στο… …   Dictionary of Greek

  • παρεμβάλλω — αλα 1. μτβ., προσθέτω κάτι ανάμεσα σε δύο πράγματα: Ο τεχνίτης παρεμβάλλει ανάμεσα στο δάπεδο και στο μηχάνημα ένα στρώμα από φελλό. 2. μτφ., προβάλλω, παρενθέτω: Οι οικοπεδούχοι παρεμβάλλουν κάθε τόσο εμπόδια στις διαπραγματεύσεις. 3. μέσ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωριό — το 1. μικρός συνοικισμός: Ζει στο χωριό. 2. το σύνολο των κατοίκων του χωριού: Ήρθε όλο το χωριό. 3. φρ., «Δεν κάνουμε χωριό οι δυο μας», δε συμφωνούμε. 4. φρ., «Γίναμε από δυο χωριά», μαλώσαμε. 5. παροιμ. «Xωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Aris Konstantinidis — (griechisch Άρης Κωνσταντινίδης, * 4. März 1913 in Athen; † 18. September 1993 in Athen) war ein Architekt des Funktionalismus, der als Leiter des Xenia Programms zum Bau von touristischer Infrastruktur bekannt wurde. Trotz der modernen… …   Deutsch Wikipedia

  • αχέω — (I) ἀχέω και ἀχεύω (παθ. ἄχομαι, ἄχνυμαι, ἀκαχίζομαι) (Α) Ι. 1. στενάζω, θρηνώ 2. στενοχωριέμαι, λυπάμαι 3. λυπώ, δυσαρεστώ, στενοχωρώ II. παθ. 1. λυπάμαι για κάτι 2. θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις αυτές αποτελούν μία εκφραστική ομάδα, της οποίας η… …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”